- κερδογαμεῖς
- κερδογαμέωmarry for gainpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κερδογαμώ — κερδογαμῶ, έω (Α) παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος +… … Dictionary of Greek